- χαρτώνω
- Νεπιστρώνω, καλύπτω με χαρτί.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί. Το ρ., στον τ. τής μτχ. χαρτωμένοι (τοίχοι), μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαρτώνω — ωσα, επιστρώνω κάτι με χαρτί, το επενδύω με χαρτί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χάρτωμα — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαρτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτώνω. Η λ., στον πληθ. χαρτώματα, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
χαρτωσιά — η, Ν 1. (στο χαρτοπαίγνιο) το σύνολο τών χαρτιών που μαζεύει ο παίκτης με ένα μόνον χαρτί, μπάζα 2. φρ. «δεν πιάνει χαρτωσιά μπροστά σου» είναι πολύ κατώτερός σου, δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί σου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαρτωσ τού αορ. χάρτωσ α τού ρ … Dictionary of Greek
χάρτωμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του χαρτώνω, επίστρωση ή επένδυση με χαρτί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)